- ἵζομαι
- ἵζωsi-sd-opres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίζω — ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α) (μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω) 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ. 2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» συγκρότησε, ίδρυσε… … Dictionary of Greek
αμφιίζομαι — ἀμφιίζομαι (Α) κάθομαι επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ἵζομαι] … Dictionary of Greek
αμφικαθέζομαι — ἀμφικαθέζομαι και ίζομαι (Α) [καθέζομαι] 1. κάθομαι γύρω από κάποιον και τόν περιβάλλω 2. κάνω κάποιον να καθίσει επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀμφι * + καθέζομαι < κατά + ἔζομαι] … Dictionary of Greek
ασφαλίζω — (AM ἀσφαλίζω και ομαι) [ασφαλής] 1. προφυλάσσω κάτι ή κάποιον από ενδεχόμενο κίνδυνο 2. (για πόλη, κάστρο κ.λπ.) κάνω ασφαλές, οχυρώνω 3. εξασφαλίζω, παρέχω βεβαιότητα, κατοχυρώνω 4. κλείνω καλά, κλειδώνω 1| αρχ. μσν. 1. δεσμεύω 2. επιβάλλω… … Dictionary of Greek
εκγαμίσκομαι — ἐκγαμίσκομαι και ίζομαι (Α) δίνομαι σε γάμο … Dictionary of Greek
εξακριβίζομαι — ἐξακριβίζομαι (Μ) μαθαίνω με ακρίβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακριβώ, με επίδραση τών ρ. σε ίζομαι] … Dictionary of Greek
καταμφίζομαι — (Μ) [κατάμφω] αμφιταλαντεύομαι («καταμφίζεσθαι τοῑς λογισμοῑς», Ευμάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αντων. ἄμφω «και οι δύο, αμφότεροι» κατά τα ρ. σε ίζω, ίζομαι] … Dictionary of Greek
καταυθαδίζω — καταυθαδίζω, μέσ. ίζομαι και ιάζομαι (AM) 1. ενεργ. είμαι αυθάδης, ισχυρογνώμων, μιλώ ή ενεργώ με αυθάδεια ή περιφρόνηση εναντίον κάποιου 2. (ενεργ. και μέσ.) προκαλώ, περιφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐθαδίζω (< αὐθάδης)] … Dictionary of Greek
μετασελ(λ)ίζω — (Μ) 1. αλλάζω άλογο και ξανακαβαλικεύω άλλο άλογο 2. (γενικά) ιππεύω, καβαλικεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + *σελ(λ)ίζω < σέλ(λ)α + ίζω (πρβλ. μεσ. σελ[λ]ίζομαι)] … Dictionary of Greek
περιπετρίζομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) ρίχνομαι, πέφτω πάνω σε πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πέτρα + κατάλ. ίζομαι] … Dictionary of Greek